νυφοστόλισμα

νυφοστόλισμα
το [νυφοστολίζω]
το στόλισμα τής νύφης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • νυφοστόλι — το 1. στολισμός της νύφης, νυφοστόλισμα. 2. τα νυφικά ρούχα. 3. τοίχος δωματίου στολισμένος, όπου στέκονται ο γαμπρός και η νύφη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”